Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πλᾶκτρον πυρός

См. также в других словарях:

  • πλήκτρο — Μέρος του μηχανισμού ορισμένων μουσικών οργάνων (πιάνο, κλαβεσέν, εκκλησιαστικό όργανο κλπ.), που, με την πίεση του δαχτύλου ή του ποδιού (οπότε λέγεται ποδόπληκτρο), κινεί ένα σύνολο μηχανικών συνδυασμών, με αποτέλεσμα την εκπομπή ήχων ορισμένο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»