-
1 διό-βολος
διό-βολος, dasselbe; κτύπος, Donner, Soph. O. C. 1463; πλᾶκτρον πυρός Eur. Alc. 125.
См. также в других словарях:
πλήκτρο — Μέρος του μηχανισμού ορισμένων μουσικών οργάνων (πιάνο, κλαβεσέν, εκκλησιαστικό όργανο κλπ.), που, με την πίεση του δαχτύλου ή του ποδιού (οπότε λέγεται ποδόπληκτρο), κινεί ένα σύνολο μηχανικών συνδυασμών, με αποτέλεσμα την εκπομπή ήχων ορισμένο… … Dictionary of Greek